- πεντηκοστολόγιον
- τὸ, Α [πεντηκοστολόγος]ο τόπος όπου εισπράττονταν ο φόρος τής πεντηκοστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεντηκοστολόγιον — office of neut nom/voc/acc sg πεντηκοστολογέω collect the imperf ind act 3rd pl (doric) πεντηκοστολογέω collect the imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστολογίου — πεντηκοστολόγιον office of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοστολόγια — πεντηκοστολόγιον office of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek